τυφλικός

τυφλικός
-ή, -ό, Ν [τυφλός, -ό]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τυφλό έντερο
2. φρ. «τυφλικός βόθρος»
ανατ. κοίλωμα κάτω από τον πυθμένα τού τυφλού εντέρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”